- τρίκρανο(ν)
- το вилы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίκρανο — το, Ν το γεωργικό εργαλείο τρικράνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. τού αρχ. επιθ. τρίκρανος] … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
παλιουροφόρος — παλιουροφόρος, ον (Α) φρ. «παλιουροφόρος θρίναξ» τρίκρανο κατασκευασμένο από κορμό τού φυτού παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίουρος + φόρος*] … Dictionary of Greek
τρικράνι — το, Ν 1. γεωργικό εργαλείο με τρεις αιχμές, τρίκρανο 2. αλιευτικό εργαλείο με τρεις αιχμές, τρίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. τρίκρανος «τρικέφαλος», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *τρικράνιον] … Dictionary of Greek
τρικράνι — το 1. καμάκι με τρεις αιχμές, τρίαινα. 2. γεωργικό εργαλείο όμοιου σχήματος, τρίκρανο: Με το τρικράνι μάζεψε το άχυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)